παύεται

παύεται
παύω
make to end
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσκατάλυτος — δυσκατάλυτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται …   Dictionary of Greek

  • νεοσσίον — και νοσσίον, (τό ΑΜ, Α και νεόσσιον και αττ. τ. νεοττίον και νεόττιον) [νεοσσός)] μικρός νεοσσός, πουλάκι («πλὴν ἡ θήλεια παύεται ὅταν ἐπωάζῃ τὰ νεόττια αὐτῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. κρόκος αβγού 2. φρ. «πατρὸς νεοττίον» παιδί που σε όλα είναι όμοιο… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοδίκης — ο, Ν (νομ.) ο δικαστής που δικάζει υποθέσεις αρμοδιότητας πρωτοδικείου, ο οποίος είναι ισόβιος και παύεται μόνο με δικαστική απόφαση ή όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι που καθορίζονται από σχετική νομοθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δίκης (<… …   Dictionary of Greek

  • σαφής — ές, ΝΜΑ 1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.) 2. φρ. «σοφόν το σαφές» η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα… …   Dictionary of Greek

  • Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… …   Dictionary of Greek

  • παύετ' — παύετε , παύω make to end pres imperat act 2nd pl παύετε , παύω make to end pres ind act 2nd pl παύεται , παύω make to end pres ind mp 3rd sg παύετο , παύω make to end imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) παύετε , παύω make to end imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”